υδραποθήκη

υδραποθήκη
η, Ν
υδαταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + αποθήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κάρλα ή Βοιβηίς — Αποξηραμένη λίμνη της Θεσσαλίας. Είχε έκταση 42 τ. χλμ. και αποτελούσε το τελευταίο τμήμα της άλλοτε μεγάλης λίμνης, έπειτα από τη διάνοιξη της κοιλάδας των Τεμπών, της οποίας τα νερά διοχετεύθηκαν στη θάλασσα. Αρχικά είχε αποφασιστεί η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”